- συμπέρασμα
- το, ΝΜΑ [συμπεραίνω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμπεραίνω, η κατά αναγκαίο τρόπο συναγόμενη από δύο προκείμενες προτάσεις κρίση (α. «το συμπέρασμα συνάγεται εύκολα» β. «τὸν αὐτὸν τρόπον δειχθήσεται διὰ τῆς ἀντιστροφῆς, ὅτι τὸ συμπέρασμα ἀναγκαῑον», Αριστοτ.)νεοελλ.πόρισμα συζήτησης, μελέτης ή έρευνας («τα γεγονότα διέψευσαν τα συμπεράσματα τών ειδικών»)μσν.-αρχ.αποπεράτωση, λήξη («συμπέρασμα τοῡ ἐνιαυτοῡ», Φίλ.)αρχ.μαθ. το πόρισμα μιας πρότασης.
Dictionary of Greek. 2013.